- καταγορεύσομεν
- καταγορεύωtellaor subj act 1st pl (epic)καταγορεύωtellfut ind act 1st plκαταγορεύωtellaor subj act 1st pl (epic)καταγορεύωtellfut ind act 1st plκατᾱγορεύσομεν , καταγορεύωtellfutperf ind act 1st pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.